- πολυπλόκων
- πολύπλοκοςtangledmasc/fem/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
мъногоплетеныи — (2*) пр. Хитросплетенный: ˫ако же зми˫а ѥвгѹ. ни въведеши мене въ злоч(с)тиѥ. многоплетеною своѥю злобою. (πολυπλόκῳ) ПНЧ 1296, 43; избави его ѿ всѧкы˫а суеты и искуса противнаго. и вышша его створи многоплетен||ыхъ сѣтеи. (πολυπλόκων) ЖВИ XIV–XV … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… … Dictionary of Greek
ανάλυση — Η διάλυση μιας σύνθετης ουσίας στα συστατικά της· το λιώσιμο μιας ουσίας· η διαίρεση του λόγουσε στοιχεία και η εύρεση της μεταξύ τους σχέσης· λεπτομερειακή έκθεση των στοιχείων μιας θεωρίας ή ενός φιλοσοφικού συστήματος· η μελέτη των στοιχείων… … Dictionary of Greek
αναβολισμός — Το σύνολο των κυτταρικών αντιδράσεων που συμμετέχουν στη σύνθεση συστατικών ή προϊόντων του κυττάρου από απλούστερες ουσίες. Κατά γενικό κανόνα, οι αντιδράσεις αυτές είναι ενδεργονικές, δηλαδή χρειάζονται ενέργεια για να γίνουν. Την ενέργεια αυτή … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
αφαίμαξη — Αφαίρεση μιας ορισμένης ποσότητας αίματος (συνήθως 200 400 κ. εκ.) για θεραπευτικό σκοπό. Τεχνική γνωστή από τα πρώτα χρόνια της ιατρικής, κατέληξε, με το πέρασμα των αιώνων, να τη συνιστούν, και πολύ συχνά αδικαιολόγητα, στις πιο ποικίλες… … Dictionary of Greek